αρχίμαγος

αρχίμαγος
ἀρχίμαγος και -μάγος, ο (Μ)
ο πρώτος μάγος, ο επικεφαλής των μάγων (κυρίως στην Περσία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀρχίμαγος — chief of the magi masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιμάγου — ἀρχίμαγος chief of the magi masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχίμαγοι — ἀρχίμαγος chief of the magi masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • старейшина — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἡγούμενος) старейшина, начальник, заведующий какой… …   Словарь церковнославянского языка

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • ՄՈԳՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0292 Chronological Sequence: 5c, 6c գ. իբր ἁρχιμάγος praefectus sive magister magorum. որ եւ ՄՈՎՊԵՏ. պ. մուպէտ. Պետ եւ գլուխ մոգուց. քրմապետ. վարդապետ մոգութեան կամ մոգուց. *Զմեծ ոմն իշխան մոգպետ կացուցանէր ʼի վերայ նոցա: Զբազումս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”